ἀναφθέγγεσθαι

ἀναφθέγγεσθαι
ἀναφθέγγομαι
call out aloud
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμώδης — ες (Α λιμώδης, ῶδες) [λιμός] πειναλέος, πεινασμένος («λιμῶδές τι ἀναφθέγγεσθαι», Πλούτ.) αρχ. πενιχρός, φτωχός («λιμώδης τράπεζα» φτωχικό, λιτό τραπέζι, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”